- καρβουνιά
- η [κάρβουνο]1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα2. ρύπος από κάρβουνο, μαύρισμα από καπνιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρβουνιά — η σωρός από αναμμένα κάρβουνα: Βάλ το πάνω στην καρβουνιά να ψηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek